μεσίθριξ

μεσίθριξ
μεσίθριξ, ὁ και ἡ·(Μ)
βλ. μεσύθριξ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσόθριξ — και μεσίθριξ, τριχος, ὁ και ἡ (ΑM) αυτός ο οποίος έχει κόμη μέτριου μήκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ). Ο τ. μεσίθριξ πιθ. με αφομοιωτική τροπή τού ο σε ι ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”